Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύγκρυος — α, ο, Ν [κρύος] 1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος, από ανατριχίλα 2. το ουδ. ως ουσ. το σύγκρυο ρίγος, ανατριχίλα … Dictionary of Greek
σύγκρυο — το, Ν βλ. σύγκρυος … Dictionary of Greek